- κανναβάριος
- κανναβάριος, ὁ, (Lat.A canabae) booth-keeper, stall-holder, Jahresh. 24Beibl.31 ([place name] Ephesus).II = stupparius, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κανναβάριος — κανναβάριος, ὁ (Α) 1. ο ιδιοκτήτης παραπήγματος, μικρής παράγκας, μικρομάγαζου, όπου πουλούσε διάφορα είδη, ο μικροπωλητής ή αυτός που κατεργαζόταν την κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι, για κατασκευή σχοινιών 2. αυτός που κατασκεύαζε στουπιά από ξέσματα… … Dictionary of Greek
κανναβαρίους — κανναβάριος canabae) booth keeper masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)